Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιχάρτης — ἐπιχάρτης, ὁ (Α) αυτός που αισθάνεται επιχαιρεκακία … Dictionary of Greek
ἐπιχάρτην — ἐπιχάρτης ou masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)